ἄννηθον

ἄννηθον
ἄνηθον
dill
neut nom/voc/acc sg
ἄννηθον
dill
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • άνηθο — Φυτό μονοετές της οικογένειας των σκιαδοφόρων (δικοτυλήδονα), που αυτοφύεται στις μεσογειακές χώρες, στην Αφρική και στην Ασία. Φτάνει σε ύψος τα 30 70 εκ., έχει γραμμωτούς, κοίλους βλαστούς και χρώμα γαλαζοπράσινο, φύλλα φτερωτά, κατά νηματοειδή …   Dictionary of Greek

  • ἀννήθου — ἄνηθον dill neut gen sg ἄννηθον dill neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀννήθῳ — ἄνηθον dill neut dat sg ἄννηθον dill neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”